ὑψηλόφθαλμος

ὑψηλόφθαλμος
ὑψηλόφθαλμος, ον (hapax leg.—ὑψηλοὶ ὀφθαλμοί in the lit. sense Physiogn. I 327, 2) lifting up the eyes, perh. in pride, though the context calls rather for in lust or wantonness D 3:3 (s. Wengst, Didache p. 71 n. 16, w. ref. to TestIss 7:2; 1QS 1:6; CD 2:16; 2 Pt 2:14; v.l. in Apost. Const. 7 ῥιψόφθαλμος).—DELG s.v. ὕψι.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υψηλόφθαλμος — ον, Α 1. αυτός που στρέφει προς τα πάνω τα μάτια του 2. μτφ. αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + ὀφθαλμός (πρβλ. μεγαλ όφθαλμος)] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”